- περιφροσύνη
- ἡ, Α [περίφρων]η περιφρόνηση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
περιφροσύνη — cunning fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιφροσύνην — περιφροσύνη cunning fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιφροσύνης — περιφροσύνη cunning fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιφροσύνῃσι — περιφροσύνη cunning fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιφροσύνας — περιφροσύνᾱς , περιφροσύνη cunning fem acc pl περιφροσύνᾱς , περιφροσύνη cunning fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)